- πρόστηση
- η, Ν [προΐστημι](νομ.) ανάθεση τής διεξαγωγής μιας υπηρεσίας με ευθύνη και εξάρτηση από τις οδηγίες τού αναθέτοντος, χαρακτηριστικό στοιχείο τής οποίας είναι η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης αυτού που αναλαμβάνει την εκτέλεση τής υπηρεσίας, και που λέγεται προστηθείς, προς εκείνον που τού αναθέτει την υπηρεσία αυτή και λέγεται προστήσας.
Dictionary of Greek. 2013.