πρόστηση

πρόστηση
η, Ν [προΐστημι]
(νομ.) ανάθεση τής διεξαγωγής μιας υπηρεσίας με ευθύνη και εξάρτηση από τις οδηγίες τού αναθέτοντος, χαρακτηριστικό στοιχείο τής οποίας είναι η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης αυτού που αναλαμβάνει την εκτέλεση τής υπηρεσίας, και που λέγεται προστηθείς, προς εκείνον που τού αναθέτει την υπηρεσία αυτή και λέγεται προστήσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προστήσῃ — προίστημι set before aor subj mid 2nd sg προίστημι set before aor subj act 3rd sg προίστημι set before fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”